Algunas Bestias |
Μερικα Ζωντανα |
---|---|
Era el crepúsculo de la iguana. Desde la arcoirisada crestería su lengua como un dardo se hundía en la verdura, el hormiguero monocal pisaba con melodioso pie la selva, el guanaco fino como el oxígeno en las anchas alturas pardas iba calzando botas de oro, mientras la llama abría cándidos ojos en la delicadeza del mundo lleno de rocío. Los monos trenzaban un hilo interminablemente erótico en las riberas de la aurora, derribando muros de polen y espartando el vuelo violeta de las mariposas de Muzo. Era la noche de los caimanes, la noche pura y pululante de hocicos saliendo del légamo, y de las ciénagas soñolientas un ruido opaco de armaduras volvía al origen terrestre. El jaguar tocaba las hojas con su ausencía fosforescente, el puma corre en el ramaje como el fuego devorador mientras arden en él los ojos alcohólicos de la selva. Los tejónes rascan los pies del río, husmean el nido cuya delicia palpitante atacarán con dientes rojos. Y en el fondo del agua magna, como el círculo de la tierra, está la gigante anaconda cubierta de barros rituales, devoradora y religiosa. |
Ήταν το λυκόφως της ιγουάνας. Απ το αψιδωτό λειρί η γλώσσα της χυνόταν σαν ακόντιο μες στη βλάστηση· ο μοναστικός μερμιγκοφάγος πατούσε τη σέλβα με βάδισμα μελωδικό· το γουανάκο, ανάερο σαν οξυγόνο, πήγαινε στα φαιά πλατιά υψώματα με τις χρυσές του μπότες, ενώ το λάμα άνοιγε τ῾ αθώα του μάτια μπροστά σ῾ ένα κόσμο τρισευγενικό, γεμάτον δροσοστάλες. Οι μαϊμούδες πλέκαν το νήμα του ατελεύτητου ερωτισμού στα ρείθρα της αυγής, ρίχνοντας τοίχους από γύρη, τρομάζοντας του Μούζου τις πεταλούδες με τα βιολετιά φτερουγίσματα. Ήταν η νύχτα του καϊμάν, νύχτα καθάρια, πνιγμένη στα ρύγχη που πρόβαλαν μες απ῾ τη λάσπη, κι απ῾ τα υπναλέα τενάγη ένας μουντός θόρυβος από πανοπλίες γυρνούσε στη χθόνια καταγωγή. Ο ιαγουάρος άγγιζε τα φύλλα με τη φωσφορική απουσία του· τρέχει η πούμα μες στα κλαδιά σαν τη καταλυτική φωτιά, ενώ μέσα της καίνε της σέλβας τα μάτια τα αλκοολικά. Οι ασβοί γδέρνουν τα πόδια του ποταμού, κι οσμίζονται τη φωλιά που μέσα και πάνω στη λαχταριστή λιχουδιά της θα χυμήξουνε με κόκκινα δόντια. Και στο βάθος του μείζονος νερού, ίδιος κύκλος της γης, σκεπασμένος λάσπη λειτουργική, θρησκευτικός και αδηφάγος κείται ο γίγας ανακόντα. |
Voy A Vivir(1949) |
Εγω Θα Ζησω(1949) |
---|---|
Yo no voy a morirme. Salgo ahora en este día lleno de volcanes hacia la multitud, hacia la vida. Aquí dejo arregladas estas cosas hoy que los pistoleros se pasean con la «cultura occidental» en brazos, con las manos que matan en España y las horcas que oscilan en Atenas y la deshonra que govierna a Chile y paro de contar. Aquí me quedo con palabras y pueblos y caminos que me esperan de nuevo, y que golpean con manos consteladas en mi puerta. |
Εγώ δε θα πεθάνω. Τώρα, τούτη τη μέρα τη γεμάτη ηφαίστεια κινάω για τα πλήθη, τη ζωή. Αφήνω ταχτοποιημένα εδώ τούτα τα πράγματα σήμερα που οι πιστολάδες σεργιανίζουν με τη «δυτική κουλτούρα» υπομάλης, με τα χέρια που σκοτώνουν στην Ισπανία, και τις κρεμάλες που αιωρούνται στην Αθήνα, και την ατιμία που κυβερνάει τη Χιλή και παύω πια να λέω. Θα μείνω εδώ με λέξεις και λαούς και δρόμους που με προσμένουνε ξανά, και που χτυπούν με χέρια έναστρα την πόρτα μου. |
Los Libertadores |
Οι Ελευθερωτες |
---|---|
Aquí viene el árbol, el árbol de la tormenta, el árbol del pueblo. De la tierra suben sus héroes como las hojas por la savia, y el viento estrella los follajes de muchedumbre rumorosa, hasta que cae la semilla del pan otra vez a la tierra. Aquí viene el árbol, el árbol nutrido por muertos desnudos, muertos azotados y heridos, muertos de rostros imposibles, empalados sobre una lanza, desmenuzados en la hoguera, decapitados por el hacha, descuartizados a caballo, crucificados en la iglesia. Aquí viene el árbol, el árbol cuyas raíces están vivas, sacó salitre del martirio, sus raíces comieron sangre, y extrajo lágrimas del suelo: las elevó por sus ramajes, las repartió en su arquitectura. Fueron flores invisibles, a veces, flores enterradas, otras veces iluminaron sus pétalos como planetas. Y el hombre recogió en las ramas las corolas endurecidas, las entregó de mano en mano como magnolias o granadas y de pronto, abrieron la tierra, crecieron hasta las estrellas. Éste es el árbol de los libres. El árbol tierra, el árbol nube. El árbol pan, el árbol flecha, el árbol puño, el árbol fuego. La ahoga el agua tormentosa de nuestra época nocturna, pero su mástil balancea el ruedo de su poderio. Otras veces, de nuevo caen las ramas rotas por la cólera, y una ceniza amenazante cubre su antigua majestad: así pasó desde otros tiempos, así salió de la agonía, hasta que una mano secreta, unos brazos innumerables, el pueblo, guardó los fragmentos, escondió troncos invariables, y sus labios eran las hojas del inmenso árbol repartido, deseminado en todas partes, caminando por sus raíces. Éste es el árbol, el árbol del pueblo, de todos los pueblos de la libertad, de la lucha. Asómate a su cabellera: toca sus rayos renovados: hunde la mano en las usinas donde su fruto pulpitante propaga su luz cada día. Levanta esta tierra en tus manos, participa de este esplendor, toma tu pan y tu manzana, tu corazón y tu caballo y monta guardia en la frontera, en el límite de sus hojas. Defiende el fin de sus corolas, comparte las noches hostiles, vigila el ciclo de la aurora, respira la altura estrellada, sosteniendo el árbol, el árbol que crece en medio de la tierra. |
Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο της καταιγίδας, το δέντρο του λαού. Απ῾ τη γη ανεβαίνουν οι ήρωές του όπως τα φύλλα απ῾ το χυμό, κι ο άνεμος θρίβει τα φυλλώματα της βουερής ανθρωποθάλασσας ώσπου πέφτει ο σπόρος του ψωμιού στη γη ξανά. Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο που τράφηκε με γυμνούς νεκρούς, νεκρούς μαστιγωμένους και πληγωμένους, νεκρούς με απίθανη όψη, παλουκωμένους σε κοντάρια, κομματιασμένους στην πυρά, αποκεφαλισμένους με τσεκούρια, πετσοκομμένους απ῾ τα τέσσερα άλογα, σταυρωμένους μες στην εκκλησιά. Κι έρχεται το δέντρο, το δέντρο που 'ναι οι ρίζες του ζωντανές, πήρε μαρτυρικό νίτρο, φάγαν οι ρίζες του αίμα, ρούφηξε δάκρυα απ῾ το χώμα: τ῾ ανέβασε με τα κλαδιά του, τα μοίρασε μες στην αρχιτεκτονική του. Γίναν αόρατα λουλούδια, άλλοτε λουλούδια θαμμένα κι άλλοτε τα πέταλά τους φωτίσαν σαν πλανήτες. Κι ο άνθρωπος μάζεψε απ' τους κλώνους τα δεμένα μπουμπουκάκια, χέρι χέρι τα παράδωσε σα ρόδια ή μαγνόλιες, και κείνα ευθύς τη γη άνοιξαν, κι εφτασαν ψηλά ως τ῾ αστέρια. Αυτό το δέντρο των ελεύτερων. Το δέντρο γη, το δέντρο σύννεφο. Tο δέντρο ψωμί, το δέντρο ακόντιο, το δέντρο φωτιά, το δέντρο γροθιά. Το πνίγουν τα φουρτουνιασμένα νερά του νύχτιου καιρού μας, μα στο κατάρτι ζυγιάζεται της εξουσίας του ο τροχός. Άλλοτε πάλι, ξαναπέφτουν τα κλαδιά σπασμένα απ῾ την οργή, και μια στάχτη απειλητική σκεπάζει το αρχαίο μεγαλείο του: έτσι πέρασε μες από άλλους καιρούς, έτσι ξέφυγε το άγχος το θανατερό, ώσπου ένα χέρι μυστικό, κάποια μπράτσα αναρίθμητα, ο λαός, φύλαξε τα κομμάτια, έκρυψε αναλλοίωτους κορμούς, και τα χείλη του ήταν τα φύλλα του πελώριου μοιρασμένου δέντρου που διασπάρθηκε σ῾ όλες τις μεριές, που ταξίδεψε μ῾ όλες του τις ρίζες. Αυτό είναι το δέντρο, το δέντρο του λαού, όλων των λαών της λευτεριάς, του αγώνα. Έλα ως τη χαίτη του: άγγιξε τις ξανανιωμένες του αχτίδες: βύθισε το χέρι στα εργαστήρια όπου ο παλλόμενος καρπός του το φως του διαδίδει καθημερινά. Σήκωσε τη γη τούτη στα χέρια σου, μέθεξε σε τούτη τη λαμπρότητα, πάρε το ψωμί σου και το μήλο σου, την καρδιά σου και το άτι σου και στήσε φρούριο στο σύνορο, στη μεθόριο της φυλλωσιάς του. Υπερασπίσου τα χείλη κάθε στεφάνης του, μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες, αγρύπνα για το τόξο της αυγής, ανάπνευσε το έναστρο ύψος, στηρίζοντας το δέντρο, το δένδρο που μεστώνει καταμεσής της γης. |
A Mi Partido |
Στο Κομμα Μου |
---|---|
Me has dado la fraternidad hacia el que no conozco. Me has agregado la fuerza de todos los que viven. Me has vuelto a dar la patria como en un nacimiento. Me has dado la libertad que no tiene el solitario. Me enseñaste a encender la bondad, como el fuego. Me diste la rectitud que necesita el árbol. Me enseñaste a ver la unidad y la diferencia de los hombres. Me mostraste cómo el dolor de un ser ha muerto en la victoria de todos. Me enseñaste a dormir en las camas duras de mis hermanos. Me hiciste construir sobre la realidad como sobre una roca. Me hiciste adversario del malvado y muro del frenético. Me has hecho ver la claridad del mundo y la posibilidad de la alegría. Me has hecho indestructible porque contigo no termino en mí mismo. |
Αδερφοσύνη μου' δωσες γι' αυτούς που δε γνωρίζω. Μου πρόστεσες τη δύναμη όλων αυτών που ζούνε. Μου 'δωσες την πατρίδα μου σα μια καινούρια γέννα. Μου' δωσες και τη λευτεριά που δεν την έχει ο μόνος. Την καλοσύνη μου' μαθες σαν τη φωτιά ν' ανάβω. Μου' δωσες την ευθύτητα που χρειάζεται το δέντρο. Τη διαφορά κι ενότητα να βλέπω στους ανθρώπους. Το πώς πεθαίνει η πίκρα ενός μες σ' ολονών τη νίκη. Και στα σκληρά των αδερφιών κρεβάτιa να κοιμάμαι. Μες την πραγματικότητα να χτίζω σα σε βράχο. Μ' έκανες τοίχο του τρελού κι αντίπαλο του αχρείου. Τη δυνατότη της χαράς το μεγαλείο του κόσμου. Μ' έκανες ακατάλυτον γιατί μου έχεις μάθει ότι με σένανε μαζί σ' εμένα δεν τελειώνω. |
Lautaro(1550) |
Ο Λαουταρο(1550) |
---|---|
Lautaro era una flecha delgada. Elástico y azul fue nuestro padre. Fue su primera edad sólo silencio. Su adulescensia fue dominio. Su juventud fue un viento dirigido. Se preparó como una larga lanza. Acostumbró los pies en las cascadas. Educó la cabeza en las espinas. Ejecutó las pruebas del guanaco. Vivió en las madrigueras de la nieve. Acechó la comida de las águilas. Arañó los secretos del peñasco. Entretuvo los pétalos del fuego. Arañó los secretos del peñasco. Se amamantó de primavera fría. Fue cazador entre las aves crueles. Se tiñeron sus manos de victorias. Leyó las agresiones de la noche. Sostuvo los derrumbes del azufre. Se hizo velocidad, luz repentina. Tomó las lentitudes del Otoño. Trabajó en las guaridas invisibles. Durmió en las sábanas del ventisquero. Igualó la conducta de las flechas... Sólo entonces fue digno de su pueblo. La sangre toca un corredor de cuarzo. La piedra crece donde cae la gota. Así nace Lautaro de la tierra. |
Ήταν ο Λαουτάρο βέλος λεπτό. Λυγερός και γαλάζιος ήταν ο πατέρας μας. Η πρώτη του ηλικία ήτανε σκέτη σιωπή. Η εφηβεία του ήταν αυτοκυριαρχία. Η νιότη του ήταν άνεμος. Προετοιμάστηκε σα μακρύ ακόντιο. Συνήθισε τα πόδια στους καταρράχτες. Εκπαίδεψε το κεφάλι μες στ' αγκάθια. Ασκήθηκε στις δοκιμασίες του γουανάκο. Έζησε στα φωλιάσματα των πάγων. Άρπαξε την τροφή των αετών. Έδωσε της βουνοκορφής τα μυστικά. Συντήρησε τα πέταλα της φωτιάς. Βύζαξε κρύαν άνοιξη. Κάηκε στα λαρύγγια της κόλασης. Έγινε κυνηγός σ' άγρια όρνια. Οι κάπες του βαφτήκανε με νίκες. Διάβασε της νυχτιάς τις προκλήσεις. Συγκράτησε τις πτώσεις του θειαφιού. Έγινε γρηγοράδα, φως ξαφνιαστικό. Πήρε τους αργούς ρυθμούς του φθινόπωρου. Δούλεψε στις αθώρητες αϊτοφωλιές. Κοιμήθηκε στων παγετώνων τα σεντόνια. Εξομοιώθηκε με του βέλους τη διαγωγή... Τότε μόνο έγινε άξιος του λαού του. Το αίμα αγγίζει ένα κοίτασμα χαλαζία. Θεριεύει το πέτρωμα εκεί που πέφτει η στάλα. Έτσι γεννιέται από τη γη ο Λαουτάρο. |
Vienen Los Pájaros |
Ερχονται Τα Πουλια |
---|---|
Todo era vuelo en nuestra tierra. Como gotas de sangre y plumas los cardenales desangraban el amanecer de Anáhuac. El tucán era una adorable caja de frutas barnizadas, el colibrí guardó las chispas originades de relámpago y sus minúsculas hogueras ardían en el aire inmóvil. Los ilustres loros llenaban la profundidad del follaje como lingotes de oro verde recién salidos de la pasta de los pantanos sumergidos, y de sus ojos circulares miraba una argolla amarilla, vieja como los minerales. Todas las águilas del cielo nutrían su estirpe sangrienta en el azul inhabitado, y sobre las plumas carnívoras volada encima del mundo el cóndor, rey asesino, fraile solitario del cielo, talismán negro de la nieve, huracán de la cetrería. La ingeniería del hornero hacía del barro fragante pequeños teatros sonoros donde aparecía cantando. El atajacaminos iba dando su grito humedecido a la orilla de los cenotes. La torcaza araucana hacía ásperos nidos matorrales donde dejaba el real regalo de sus huevos empavonados. La loica del Sur, fragante, dulce carpintera de otoño, mostraba su pecho estrellado de constelación escarlata, y el austral chingolo elevaba su flauta recién recogida de la eternidad del agua. Mas, húmedo como un nenúfar, el flamenco abría sus puertas de sonrosada catedral, y volaba como la aurora, lejos de bosque bochornoso donde cuelga la pedrería de quetzal, que de pronto despierta, se mueve, resbala y fulgura y hace volar su brasa virgen. Vuela una montaña marina hacia las islas, una luna de aves que van hacia el Sur, sobre las islas fermentadas del Perú. Es un río vivo de sombra, es un cometa de pequeños corazones innumerables que oscurecen el sol del mundo como un astro de cola espesa pulpitando hacia el archipiélago. Y en el final del iracundo mar, en la lluvia del océano, surgen las alas del albatros como dos sistemas de sal, estableciendo en el silencio, entre las rachas torrenciales, con su espaciosa jerarquía el orden de las soledades. |
Όλα ήταν πέταγμα στη γη μας. Σταγόνες αίμα και φτερά οι καρδερίνες, αφαίμαζαν τη χαραυγή του Ανάγουακ. Τα τουκάν αξιολάτρευτο ήταν κουτί με καλογυαλισμένα φρούτα. Το κολιμπρί διαιώνιζε τα πρωτεϊκά σπιθοβολήματα της αστραπής κι οι μικρές πυρκαγιές του φούντωναν στον ασάλευτο αγέρα. Οι λαμπερόχρωμοι παπαγάλοι πλημμύριζαν τα βάθη των φυλλωμάτων σα λάμες από πράσινο χρυσάφι φρεσκοβγαλμένο απ῾ τον πολτό του αποπνιχτικού βάλτου, και μες από τα μάτια τους τα κυκλικά ένας κίτρινος κοίταζε κύκλος παλιός όσο τα ορυχτά. Όλοι οι αϊτοί τ῾ ουρανού σιτίζαν το ματωμένο σόι του, στο ακατοίκητο γαλάζιο, και με τα σαρκοβόρα του φτερά πέταγε πάνω από τον κόσμο ο κόντωρ, ο βασιλιάς δολοφόνος, καλόγερος ερημικός των ουρανών του χιονιού μαύρο χαϊμαλί, λαίλαπα σε γερακιού φωλιά. Το ορνέρο με την επιδέξια μηχανική του έφτιαχνε από λάσπη ευωδιαστή μικρά εύηχα θέατρα όπου εμφανιζόταν τραγουδώντας. Το αταχακαμίνος πέρναγε μπήζοντας την υγρή κρωξιά του, στον όχθο της υπόγειας πηγής. Η αραουκάνικη τρυγόνα έχτιζε τραχιές φωλιές στους αγριόβατους κι εκεί απίθωνε το δώρο το βασιλικό των πιτσιλωτών αυγών της. Η λόικα του Νότου, μυρωμένη, γλυκιά φθινοπωρινή ξυλουργός, καμάρωνε το έναστρο στήθος της πλουμισμένο με πορφυρούς αστερισμούς, κι ο ανταρκτικός τρινγκόλο ανασήκωνε τη φλογέρα του που μόλις περιμάζεψε απ῾ την αιωνιότητα των νερών. Και το φλαμένκο, υγρό νούφαρο, άνοιγε τις ρόδινες καθεδρικές του πύλες, και φτερούγιζε σαν την αυγή, πέρ' απ' το δάσος το πνιχτό, όπου κρέμονται τα πολύτιμα πετράδια του κετσάλ, που έξαφνα ξυπνάει, αναδεύει, ξεγλιστράει και σκάει τη λάμψη του ταξιδεύοντας στα ύψη την παρθένα του φλόγα. Φτερουγίζει ένα βουνό πελαγίσιο κατά τα νησιά, ένα φεγγάρι πουλιά που οδεύουνε κατά το Νότο, πάνω σε λιπασματικά νησιά του Περού. Είναι ένα ζωντανό ποτάμι από σκιά, είναι κομήτης απροσμέτρητες μικρές καρδιές, που τον ήλιο σκοτεινιάζουν του κόσμου, ένα αστέρι με ουρά δασιά που αρμενίζει κατά το αρχιπέλαγος. Και στο τέρμα του οργισμένου πελάγου, στη βροχή του ωκεανού προβάλουν τα φτερά του άλμπατρος, δίδυμα συστήματα αλατιού, και εγκαθιδρύουν στη σιωπή, σε χειμαρρώδεις μέσα τρικυμίες, με την αυστηρή ιεραρχία τους την τάξη των μοναξιών. |
Sandino(1926) |
Ο Σαντινο(1926) |
---|---|
Fue cuando en tierra nuestra se enterraron las cruces, se gastaron inválidas, profesionales. Llegó el dólar de dientes agresivos a morder territorio, en la garganta pastoril de América. Agarró Panamá con fauces duras, hundió en la tierra fresca sus colmillos, chapoteó en barro, whisky, sangre, y juró un Presidente con levita: «Sea con nosotros el soborno de cada día.» Luego, llegó el acero, y el canal dividió las residencias, aquí los amos, allí la servidumbre. Corrieron hacia Nicaragua. Bajaron, vestidos de blanco, tirando dólares y tiros. Pero allí surgió un capitán que dijo: «No, aquí no pones tus concesiones, tu botella.» Le prometieron un retrato de Presidente, con guantes, banda terciada y zapatitos de charol recién adquiridos. Sandino se quitó las botas, se hundió en los trémulos pantanos, se terció la banda mojada de la libertad en la selva, y, tiro a tiro, respondió a los «civilizadores.» La furia norteamericana fue indecible: documentados embajadores convencieron al mundo que su amor era Nicaragua, que alguna vez el orden debía llegar a sus entrañas soñolientas. Sandino colgó a los intrusos... |
Συνέβη τότε που θάφτηκαν σε δικά μας χώματα που ρήμαξαν, ανάπηροι, επαγγελματικοί, οι σταυροί. Έφτασε το δολάριο με δόντια επιθετικά να δαγκάσει γη, στον ποιμενικό λαιμό της Αμερικής. Άρπαξε τον Παναμά μ' άγρια σαγόνια, έμπηξε στην αφράτη γη τα κοπρόδοντά του, ανατάραξε στο βόρβορο ουίσκι κι αίμα κι όρκισε έναν Πρόεδρο με ρεντικότα: «Έσεται μεθ' ημών η δωροδοκία η επιούσιος». Ύστερα ήρθε ο χάλυβας και το κανάλι διαίρεσε τις κατοικίες: από εδώ οι αφέντες, από κει οι υπηρέτες Τρέξανε κατά τη Νικαράγουα. Κατέβηκαν ντυμένοι στ' άσπρα, ρίχνοντας δολάρια και μπιστολιές. Εκεί όμως σηκώθηκε ένας καπετάνιος που είπε «όχι, δε θα φέρεις εδώ τις λιτανείες σου και τις μποτίλιες σου.» Του υποσχέθηκαν ένα πορτραίτο Προέδρου με γάντια, με ταινία στο στήθος και γόβες από ολοκαίνουργιο λουστρίνι. Ο Σαντίνο πέταξε τις μπότες του, βουτήχτηκε στους πηχτούς βάλτους, τυλίχτηκε γύρω του τη νοτισμένη ταινία της λευτεριάς μέσα στη σέλβα, και σφαίρα τη σφαίρα αποκρίθηκε στους «εκπολιτιστές». Η βορειοαμερικάνικη λύσσα στάθηκε ανείπωτη: κατατοπισμένοι πρεσβευτές έπεισαν τον κοσμάκη πως η Νικαράγουα ήταν η αγάπη τους, πως κάποτε έπρεπε να μπει στα νυσταλέα σπλάχνα της ο νόμος και η τάξη. Ο Σαντίνο κρέμασε τους παρείσαχτους... |
Neruda Requiem
|
Το Αιωνιο Ρεκβιεμ
|
---|---|
Lacrima para los vivientes América esclavizada Esclavos todos los pueblos Lacrimosa Tu fuiste el último sol Ahora dominan los duendes La tierra está huérfana. |
Λάκρυμα για τους ζωντανούς Αμέρικα σκλάβα Σκλάβοι όλοι οι λαοί Λακρυμόζα Ήσουν ο στερνός ήλιος Τώρα κυβερνούν νάνοι Ορφάνεψε η γη. |
La United Fruit Co. |
Η United Fruit Co. |
---|---|
Cuando sonó la trompeta, estuvo todo preparado en la tierra, y Jehová repartió el mundo a Coca-Cola Inc., Anaconda, Ford Motors y otras entidades: la Compañía Frutera Inc. se reservó lo mas jugoso, la costa central de mi tierra, la dulce cintura de América. Bautizó de nuevo sus tierras como «Repúblicas Bananas», y sobre los muertos dormidos, sobre los héroes inquietos que conquistaron la grandeza, la libertad y las banderas, estableció la ópera bufa: enajenó los albedríos, regaló coronas de César, desenvainó la envidia, atrajo la dictatura de las moscas, moscas Trujillos, moscas Tachos, moscas Carías, moscas Martínez, moscas Ubico, moscas húmedas de sangre humilde y mermelada, moscas borrachas que zumban cubre las tumbas populares, moscas de circo, sabias moscas entendidas en tiranía. Entre las moscas sanguinarias la Frutera desembarca, arrasando el café y las frutas, en sus barcos que deslizaron como bandejas el tesoro de nuestras tierras sumergidas. Mientras tanto, por los abismos azucarados de los puertos, caían indios sepultados en el vapor de la mañana: un cuerpo rueda, una cosa sin nombre, un número caído, un racimo de fruta muerta derramada en el pudridero. |
Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες, όλα είχαν ετοιμαστεί πάνω στη γη, κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο σε Coca Cola Inc., Ανακόντα, Ford Motors και σε άλλες μονάδες: Η Εταιρεία Φρούτων Inc. κράτησε γι῾ αυτήν το πιο ζουμερό: το κεντρικό παράλιο της γης μου, τη γλυκιά μέση της Αμερικής. Της ξαναβάφτισε τα χώματά της, «Δημοκρατίες της Μπανάνας», και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς πάνω στους ταραγμένους ήρωες που καταχτήσανε το μεγαλείο, τη λεφτεριά και τις σημαίες, ίδρυσε την «Όπερα Μπούφα» της: αλλοτρίωσε τις λεύτερες θελήσεις, πρόσφερε καισαρικά στέμματα, εξαπέλυσε τον φθόνο, κουβάλησε τη διχτατορία «της Μύγας», μύγα Τρουχίγιο, μύγα Τάτσος, μύγα Καρίας, μύγα Μαρτίνες, μύγα Ουβίκο, μύγες ποτισμένες με αίμα ταπεινό και μαρμελάδα, μύγες μπεκρούδες που βουίζουνε πάνω στα ομαδικά λαϊκά νεκροταφεία, μύγες τσίρκου, σοφές μύγες ειδικευμένες στην τυραννία. Μέσα στις αιμόχαρες μύγες ξεμπαρκάρει η «Φρούτων», ξεχειλίζοντας με καφέ και φρούτα τα καράβια της που ξεγλιστράνε σαν νταβάδες με θησαυρούς απ' τα στραγγαλισμένα μας χώματα. Και την ίδια ώρα, απ' τις ζαχαρωτές αβύσσους των λιμανιών, οι ίνδιοι γκρεμίζονταν και θάβονταν μέσα στην πάχνη του πρωινού: κυλάει ένα κορμί, ένα πράμα χωρίς όνομα, ένα νούμερο πεσμένο, ένα κλαδί νεκρή οπώρα λιωμένη στα σαπιστήρια. |
Vegetaciones |
Βλαστησεις |
---|---|
A las tierras sin nombres y sin números bajaba el viento desde otros dominios, traía la lluvia hilos celestes, y el dios de los altares impregnados devolvía las flores y las vidas. En la fertilidad crecía el tiempo. El jacarandá elevaba espuma hecha de resplandores transmarinos, la araucaria de lanzas erizadas era la magnitud contra la nieve, el primordial árbol caoba desde su copa destilaba sangre, y al Sur de los alerces, el árbol trueno, el árbol rojo, el árbol de la espina, el árbol madre, el ceibo bermellón, el árbol caucho, eran volumen terrenal, sonido, eran territoriales existencias. Un nuevo aroma propagado llenaba, por sos intersticios de la tierra, las respiraciones convertidas en humo y fragancia: el tabaco silvestre alzaba su rosal de aire imaginario... |
Στα χώματα που δεν είχαν όνομα κι ούτε αριθμό κατέβαινε ο άνεμος από επικράτειες άλλες. Έφερνε η βροχή κλωστές ουράνιες, και των κυοφορούντων βωμών ο υγρός Θεός ξανάδινε τα λουλούδια και τις ζωές. Μέσα στη γονιμότητα αυγάταινε ο καιρός. Το χακαραντά έσκαγε αφρό από φωτοβολήματα γαλάζια, η αραουκάρια με τις εχθρικές της λόγχες ήτανε η μεγαλοπρέπεια αντικρύ στο χιόνι, το αρχέγονο δένδρο καόβα διύλιζε στην κορφή το αίμα, κι εκεί στο Νότο των αλέρσε, το δέντρο κεραυνός, το κόκκινο δέντρο, το δέντρο-αγκάθι και το δέντρο-μάνα, το πορφυρό σέιβο, το δέντρο κάουτσο, ήτανε χθόνιοι όγκοι, ήτανε ήχος, υπάρξεις ήταν του χώρου τούτου. Ένα διάχυτο καινούργιο άρωμα πλημμύριζε, απ΄ τις ρωγμές της γης, ανάσες που άλλαζαν σε μύρο και καπνό: ο χλωρός άγριος ταμπάκος ύψωνε τους αέρινους φανταστικούς ροδώνες του... |
Amor América(1400) |
Αμορ Αμερικη(1400) |
---|---|
Antes que la peluca y la casaca fueron los ríos, ríos arteriales: fueron los cordilleras, en cuya onda raída el cóndor o la nieve parecian inmóviles: fue la humedad y la espesura, el trueno sin nombre todavía, las pampas planetarias. El hombre tierra fue, vasija, párpado del barro trémulo, forma de la arcilla, fue cántaro caribe, piedra chibcha, copa imperial o sílice araucana. Tierno y sangriento fue, pero en la empuñadura de su arma de cristal humedecido, las iniciales de la tierra estaban escritas. Nadie pudo recordarlas después: el viento las olvidó, el idioma del agua fue enterrado, las claves se perdieron o se inundaron de silencio o sangre. No se perdió la vida, hermanos pastorales. Pero como una rosa salvaje cayó una gota roja en la espesura y se apagó una lámpara de la tierra. Yo estoy aquí para contar la historia. Desde la paz del búfalo hasta las azotadas arenas de la tierra final, en las espumas acumuladas de la luz antártica, y por las madrigueras despeñadas de la sombría paz venezolana, te busqué, padre mío, joven guerroro de tiniebla y cobre, oh tú, planta nupcial, caballera indomable, madre caimán, metálica paloma. Yo, incásico del légamo, toqué la piedra y dije: Quién me espera? Y apreté na mano sobre un puñano de cristal vacío. Pero anduve entre llores zapotecas y dulce era la luz como un venado, y era la sombra como un párpado verde. Tierra mía sin nombre, sin América, estambre equinoccial, lanza de púrpura, tu aroma me trepó por las raíces hasta la copa que bebía, hasta la más delgada palabra aún no nacida de mi boca. |
Πριν από την περούκα και την καζάκα ήταν τα ποτάμια, ποτάμια αρτηριακά, ήταν οι οροσειρές που πάνω στο φαγωμένο κύμα τους ο κόντωρ και το χιόνι μοιάζαν ασάλευτα ήταν η υγράδα και η λόχμη, ο κεραυνός, δίχως όνομα ακόμη, οι πάμπες, οι πλανήτες. Ο άνθρωπος γη ήτανε, στάμνα, βλέφαρο τρεμουλιαστού πηλού, μορφή του άργιλου ήταν κανάτι καρίβε, πέτρα τσίμπτσα κούπα ιμπεριάλ ή πυρίτης αραουκάνικος. Τρυφερός και ματωμένος ήταν, αλλά στου όπλου του τη λαβή από υγρό κρύσταλλο τ' αρχικά της γης ήταν γραμμένα. Κανείς δε μπόρεσε ύστερα να τα θυμηθεί: ο άνεμος τα λησμόνησε, η γλώσσα του νερού θάφτηκε, οι κώδικες χάθηκαν ή πνιγήκανε στο αίμα ή στη σιωπή. Η ζωή δε χάθηκε, βοσκαδέρφια. Μα σαν άγριο τριαντάφυλλο έπεσε μια πορφυρή σταλαγματιά στη λόγχη, και σβήστηκε ένα φωτιστικό της γης. Εγώ είμαι εδώ για να πω την ιστορία. Απ' την ειρήνη του βουβαλιού ως τις μαστιγωμένες αμμουδιές της τελικής γης ως εκεί που στοιβάχτηκαν όλοι οι αφροί, στο φως το ανταρκτικό, και στις σπηλιές των γκρεμών της ζοφερής βενεζολάνικης ειρήνης σ' αναζήτησα, πατέρα μου, νεαρέ πολεμιστή από χαλκό και καταχνιά κι εσένα, γαμήλιο φυτό, αδάμαστη χαίτη μάνα του κροκόδειλου, μεταλλική περιστέρα. Εγώ, Ινκαϊκός του κόκκινου άργιλου άγγιξα την πέτρα και είπα: Ποιος με περιμένει; Κι έσφιξα το χέρι μου πάνω σε μια χουφτιά κούφιο κρύσταλλο. Μα πήγα μες απ' τα λουλούδια του σαπότε κι ήταν το φως γλυκό σαν ελαφάκι, κι ήταν ίδιο πράσινο βλέφαρο η σκιά. Γη μου χωρίς όνομα, χωρίς Αμερική, στημόνι ισημερινό, δόρυ άλικο, το άρωμά σου σκαρφάλωσε πάνω μου απ' τις ρίζες ως το ποτήρι που 'πινα, ως την παραμικρή λέξη, αγέννητη ακόμα, στο στόμα μου. |
A Emiliano Zapata |
Στον Εμιλιανο Ζαπατα |
---|---|
Cuando arreciaron los dolores en la tierra, y los espinares desolados fueron la herencia de los campesinos, y como antaño, las rapaces barbas ceremoniales, y los látigos, entonces, flor y fuego galopado... Borrachita me voy hacia la capital... Zapata entonces fue tierra y aurora. En todo el horizonte aparecía la multitud de su semilla armada. En un ataque de aguas y fronteras el férreo manantial de Coahuila, las estelares piedras de Sonora: todo vino a su paso adelantado, a su agraria tormenta de herraduras. ...que si se va del rancho muy pronto volverá... ...cintitas pa tu pelo no llores por tu Pancho... ...Borrachita me voy para olvidarte... Pedimos patria para el humillado. Tu cuchillo divide el patrimonio y tiros y corceles amedrentan los castigos, la barba de verdurgo. La tierra se reparte con un rifle. No esperes, campesino polvoriento, después de tu sudor la luz completa y el cielo parcelado en tus rodillas. Levántate y galopa con Zapata. México, huraña agricultura, amada tierra entre los oscuros repartida: de las espadas del maíz salieron al sol tus centuriones sudorosos. De la nieve del Sur vengo a cantarte. Déjame galopar en tu destino y lenarme de pólvora y arados. ...Que si habrá de llorar pa qué volver... |
Σαν πληθύναν οι συφορές πάνω στη γη κι οι ερημικές ξεραγκαθιές απόμειναν της αγροτιάς μοναδική κληρονομιά κι απαράλλαχτα σαν πρώτα οι αρπαχτικές μεγαλόπρεπες γενειάδες, και τα μαστίγια, τότε, ανθός και φωτιά μανιάσανε... Μπεκρούλα, φεύγω στην πρωτεύουσα πάω... Τότε ο Ζαπάτα έγινε γη και αυγή. Ξεφύτρωσε σ' ολόκληρο τον ορίζοντα το πλήθος της αρματωμένης σποράς του. Σε μιαν επίθεση σε νερά και σύνορα Η σιδεροπηγή της Κοαγουίλα Και τ' αστρικά λιθάρια της Σονόρα, όλα σμίξανε στο βήμα του το πρωτοπόρο, στον καμπίσιο από αλογοπέταλα καταρράχτη του. ...πως απ' το ράντσο αν φύγει γρήγορα θα 'ρθει πίσω... ...κορδελίτσες για τα μαλλάκια σου μην κλαις τον Πάντσο σου... ...Μπεκρούλα, φεύγω για να σε ξεχάσω... Ζητάμε πατρίδα για τον ταπεινωμένο, το μαχαίρι σου διαιρεί την πατρική κληρονομιά και οι ντουφεκιές και τα άτια κάνουνε τα βασανιστήρια και τα γένια του μπόγια να τρέμουν. Η γη μοιράζεται με το δίκανο. Αγρότη που σε τρώει το χώμα μην περιμένεις απ' τον ιδρώτα σου το άπλερο φως, ούτε το στρέμμα τ' ουρανού σου να στο φέρουνε μπρος στα πόδια σου. / Πετάξου απάνω και κάλπασε με τον Ζαπάτα. Μεξικό, παράξενη γεωργία, αγαπημένο χώμα, μοιρασμένο στους μελαμψούς: απ' τις λόγχες του καλαμποκιού ξεπετάχτηκαν στον ήλιο οι ιδρωμένοι κένταυροί σου. Απ' το χιόνι του Νότου έρχομαι να σε τραγουδήσω. Άσε με να καλπάσω μες στη μοίρα σου, να πνιγώ στο μπαρούτι και στ' αλέτρια. ...Κι αν είναι να κλαις γιατί να ξαναρθείς... |
América Insurrecta(1800) |
Ξεσηκωμενη Αμερικη(1800) |
---|---|
Nuestra tierra, ancha tierra, soledades, se pobló de rumores, brazos, bocas. Una callada sílaba iba ardiendo, congregando la rosa clandestina, hasta que las praderas trepidaron cubiertas de metales y galopes. Fue dura la verdad como un arado. Rompió la tierra, estableció el deseo, hundió sus propagandas germinales y nació en la secreta primavera. Fue callada su flor, fue rechazada su reunión de luz, fue combatida la levadura colectiva, el beso de las banderas escondidas, pero sugió rompiendo las paredes, apartando las cárceles del suelo. El pueblo oscuro fue su copa, recibió la substancia rechazada, la propagó en los límites marítimos, la machacó en morteros indomables. Y salió con las páginas golpeadas y con la primavera en el camino. Hora de ayer, hora de mediodía, hora de hoy otra vez, hora esperada entre el minuto muerto y el que nace, en la erizada edad de la mentira. Patria, naciste de los leñadores, de hijos sin bautizar, de carpinteros, de los que dieron como un ave entraña una gota de sangre voladora, y hoy nacerás de nuevo duramente, desde donde el traidor y el carcelero te creen para siempre sumergida. Hoy nacerás del pueblo como entonces. Hoy saldrás del carbón y del rocío. Hoy llegarás a sacudir las puertas con manos maltratadas, con pedazos de alma sobreviviente, con racimos de miradas que no extinguió la muerte, con herramientas hurañas armadas bajo los harapos. |
Η γη μας, γη πλατιά, ερημιές, πλημμύρισε βουητό, μπράτσα, στόματα. Μια βουβαμένη συλλαβή άναβε λίγο λίγο, συγκρατώντας το παράνομο ρόδο, ωσότου οι πεδιάδες δονήθηκαν όλο σίδερο και καλπασμό. Σκληρή η αλήθεια σαν αλέτρι. Έσκισε τη γη, θεμελίωσε τον πόθο, έπνιξε τις φύτρες της προπαγάνδας τους και λευτερώθηκε, μέσα στη μυστική άνοιξη. Είχε βουβαθεί το λουλούδι της, είχε κυνηγηθεί το συναγμένο φως της, είχε χτυπηθεί το μαζικό της προζύμι, των κρυμμένων λάβαρων το φιλί, αυτή όμως ξεπετάχτηκε σκίζοντας τοίχους, αποσπώντας τις φυλακές απ῾ τη γη. Κούπα της έγινε ο σκούρος λαός, παράλαβε το εξοστρακισμένο υλικό, το διάδωσε στις θάλασσας τα πέρατα, το κοπάνισε σ῾ αδάμαστα γουδιά, και βγήκε με χτυπημένες σελίδες και με την άνοιξη στο δρόμο. Ώρα χτεσινή, ώρα μεσημεριού, ώρα σημερινή ξανά, ώρα καρτερεμένη / ανάμεσα στο λεφτό που πέθανε και σ῾ αυτό που γεννιέται, στην αγκαθιασμένη εποχή της ψευτιάς. Πατρίδα έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους, από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς, από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί μια σταγόνα αίμα πετούμενο, και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή, μες από κει που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη. Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ' το λαό Σήμερα θα βγεις μες απ' το κάρβουνο και τη δρόσι. Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες με χέρια κακοπαθιασμένα, με κομμάτια ψυχής που περισώθηκε, με δέσμες από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε: εργαλεία φοβερά κάτω απ῾ τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη. |