Α. Η Γενεσις |
A. The Genesis |
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα Και είδα και θαύμασα Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου: Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος «Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε Και πολλα τα λιόδεντρα που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως κι ελαφρό v' απλώνεται στον ύπνο σου και πολλά τα τζιτζίκια που να μην τα νιώθεις όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου αλλά λίγο το νερό για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του και το δέντρο μοναχό του χωρίς κοπάδι για να το κάνεις φίλο σου και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα και πλατύς επάνου ο ουρανός για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός ο μέγας! |
Then he spoke and the sea was born And I saw and I marveled And in it he sowed small worlds in my image and likeness: Stone steeds with manes erect and serene amphorae and dolphins' slanting backs Ios Sikinos Seriphos Melos "Each word a swallow to bring you spring in the midst of summer" he said And so many olive trees sifting the light through their hands as it spreads soft in your sleep and so many cicadas that you don't feel them as you don't feel them the pulse in your wrist but only a little water so you hold it a God and understand what its word means and the tree by itself with no flock so you make it your friend and know its precious name the soil thin at your feet so there is no room to spread your roots and to keep going deeper and broad the sky above so you yourself can read the infinite THIS the world the small the great! |
Β. Τα Παθη |
B. The Passion |
Ιδου Εγω Λοιπον |
Here Then Am I |
---|---|
Ιδού εγώ λοιπόν, ο πλασμένος για τις μικρές τις Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου· ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς· ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος. Ιδού εγώ καταντικρύ του μελανού φορέματος των αποφασισμένων και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας, το άγκρισμα! Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά. Ο καθείς και τα όπλα του, είπα: Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε! Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα! |
Behold here am I created for young Korai and Aegean islands, lover of roe-deer’s leaping, and initiate of olive leaves, sun-drinker and locust killer. Behold them I confronting the black shirts of the resolute and the empty belly of years of convulsion aborting its children! Wind lets loose the elements and thunder assails the mountains. Fate of the innocent, again alone, here at the Narrow Passes! At the Passes I opened my hands. In the Passes I emptied my hands and saw no other riches, and I heard no other riches but cool fountains flowing with. Pomegranates or Zephyr or Kisses. Each with his own weapons. I said: At the Passes I shall open my pomegranates At the Passes I shall post Zephyrs as guards. I’ll unleash old kisses my longing consecrated! Wind lets loose the elements and thunder assails the mountains. Fate of the innocent, you are my own Fate! |
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκολές. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, απο Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, και είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απο τη λάσπη, όπου φορές εκατοβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνα ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί κι αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθιο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα [...] Ύστερα και γιατί ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος vα 'ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. "Όι, όι, μάνα μου", "όι, όι, μάνα μου", και κάποτε, πιο σπάνια, ενα πνιχτο μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
At dawn on St John's Day, the day after Epiphany, we received the order to move up to the places where there are no weekdays or Sundays. We had to take over the lines till then by the army from Arta, from Heimarra to Tepeleni, because they had been fighting without a break right from the start and only half of them were left and they couldn't hole out any more.
Night after night, we marched without stopping, one behind the other, as if blind. Slogging through the mud with great effort, we sank in up to the knee. Because it often drizzled on the roads as in our souls. And the few times we stopped to rest, we wouldn't exchange a word, but grim and silent, with a little torch for light, we shared out our raisins one by one. At our times, if we had the chance, we hurriedly loosened our clothes and furiously scratched ourselves for a long time till we bled. Because the lice had come up as far as our necks, which was even more unbearable than our exhaustion. And then the whistle was heard through the darkness, signalling us to start off again, and like pack animals we advanced as far as we could before daybreak, when we would be targets for the airplanes. Because God had no idea about such things as targets, and as was his wont, he always made daybreak at the same hour.
And we realized that we were very near the places where there are no weekdays or Sundays, neither sick nor hale, neither poor nor rich. Because the distant boomings, something like a thunderstorm behind the mountains, kept getting louder [...] And because, more and more frequently, we came across medics with the wounded, moving slowly from the front. Wearing armbands with red crosses, they set down their stretchers and spat in their palms, their eyes wild for a cigarette. And when they heard where we were heading, they shook their heads, and began to tell horrible stories. But the only thing we paid attention to were those voices in the darkness, rising still burning from the pitch of the pit and from the sulfur. "Oh mother, oh, mother." And sometimes less often, we heard choking gurgles, like snores, which those in the know said were the death rattle itself.
Sometimes the medics brought prisoners with them, captured only a few hours before during the sudden attack by the patrols. Their breath smelled of wine and their pockets were full of food tins and chocolate. We didn't have such things, because the bridges behind us were down, and our few mules were incapacitated by snow and slippery mud.
Finally, rising smoke appeared here and there, and the first bright red flares on the horizon.
Ενα Το Χελιδονι |
A Solitary Swallow |
---|---|
Ένα το χελιδόνι * κι η Άνοιξη ακριβή Για να γυρίσει ο ήλιος * θέλει δουλειά πολλή Θέλει νεκροί χιλιάδες * να 'ναι στους Τροχούς Θέλει κι οι ζωντανοί * να δίνουν το αίμα τους. Θε μου Πρωτομάστορα * μ' έχτισες μέσα στα βουνά Θε μου Πρωτομάστορα * μ' έκλεισες μες στη θάλασσα! Πάρθηκεν απ' τους Μάγους * το σώμα του Μαγιού Το 'χουνε θάψει σ' ένα * μνήμα του πέλαγου Σ' ένα βαθύ πηγάδι * το 'χουνε κλειστό Μύρισε το σκοτάδι * κι όλη η Άβυσσο. Θε μου Πρωτομάστορα * μέσα στις πασχαλιές και Συ Θε μου Πρωτομάστορα * μύρισες την Ανάσταση! |
A solitary swallow * and Spring's great worth is found It takes a lot of work * to make the sun turn round Their shoulders to the Wheels * it takes a thousand dead It also takes the living * to offer up their blood. God my greatest Masterworker * high in the mountains You built me God my greatest Masterworker * You have surrounded me with sea! The body of dead May * he Mages took to save And they have buried it * entombed in a sea grave They kept the body sealed * away in a deep well The darkness filed all the * Abyss with its sweet snell. God my greatest Masterworker * You are in Easter lilacs too God my greatest Masterworker * You smelled the Resurrection's dew! |
Τα Θεμελια Μου Στα Βουνα |
My Foundations In The Mountains |
---|---|
Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Μνήμη του λαού μου σε λενε Πίνδο και σε λένε Άθω. Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς. Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη! Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης! Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα. Όμως τι τα βουνά; Ποιός και τι στα βουνά; Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος! |
My foundations in the mountains and the peoples bear the mountains on their shoulders and on them memory burns neverburnt bush. Memory of my people they call you Pindus and call you Athos. You alone recognize the man by his heel You alone speak from the stone's cutting edge. You sharpen the features of the saints and you draw Easter lilacs from the rim of the cunturies' water! You touch my mind and the infant of Spring hurts! You chastise my hand and it whitens in the dark! Always you pass through fire to reach the glow. Always you pass through the glow to reach the high snow-resplended mountains. But what are mountains? Who and what in the mountains? My foundations in the mountains and the peoples bear the mountains on their shoulders and on them memory burns neverburnt bush! |
Με Το Λυχνο Του Αστρου |
The Star-lantern |
---|---|
Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς εβγήκα Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου Που να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ! Τα κορίτσια μου πένθος * για τους αιώνες έχουν Τ' αγόρια μου τουφέκια * κρατούν και δεν κατέχουν Που να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ! |
With the star-lantern I * went out into the skies Into the chil of meadows * and the world's only coast Where can I find my soul * the four-leaf teardrop! My girls are mourning for * the centuries and aeons My boys are bearing rifles * and yet they do not know Where can I find my soul * a four-leaf teardrop! |
Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος και εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφοδρά ταράχτηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ' απ' την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
In those days the boys met together secretly and, because bad news kept increasng in the capital, took the decision to get out into the streets with only one thing remaining to them: a hand's length of space beneath their open shirts with the black hair and the sun's little cross. Where Spring had its state and its authority.
And because the day was near when the nation celebrated the other Rising, they chose that day for the Exodus. And they went out early into the sunlight, with their fearlessness unfurled wide as a flag, the young men with swollen feet they called bums. And they were followed by many men and women and the wounded with their bandages and crutches. And suddenly you could see their faces so lined, that you might think many days had gone by in a short hour.
The Others, however, hearing such audacity, were upset exceedingly. And calculating their possessions with their eyes three times, they took the decision to get out into the streets and the squares with the only thing remaining to them: an arm's length of fire beneath the iron, with the black gunbarrels and the sun's teeth. Where neither shoot nor blossom ever shed a tear. And they fired at random, their eyelids shut in despair. And Spring possessed them. As if there were no other road on the entire earth for Spring to take except this one, and speechless they had taken the same road, gazing far off, beneath the edge of hopelessness, at the Serenity that they would become, the young men with the swollen feet they called bums, and the men and women and the wounded with their bandages and crutches.
And many days went by in one short hour. And the beasts slaughtered many, and arrested others. And the next day they put thirty men against the wall.
Της Δικαιοσυνης Ηλιε Νοητε |
O Sun Of Justice In The Mind |
---|---|
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη εσυ δοξάστικη μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου! Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά * στου γλαυκού το γειτόνεμα! Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό * τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό τους παλιούς μου φίλους καλώ * με φοβέρες και μ' αίματα! Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη εσυ δοξάστικη μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου! |
O Sun of Justice in the mind * and you, O glorifying myrtle do not, oh I implore you * do not forget my country! It has high mountains eagle-shaped * the rows of vines on its volcanoes and houses very white * for neighbouring the blue! I turn my bitter hands that hold * the thunderstorm in back of Time I summon my old friends * call them with threats and blood! O Sun of Justice in the mind * and you, O glorifying myrtle do not oh I implore you * do not forget my country! |
Της Αγαπης Αιματα |
The Blood Of Love |
---|---|
Της αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν Και χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε Οξειδώθηκα μες στην * νιοτιά των ανθρώπων Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο. Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε Αμαρτία μου νά 'χα * κι εγώ μιαν αγάπη Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο. Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου Την παρθένα ζωή μια * στιγμή να φωτίσουν Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο. |
The blood of love * unpurpled me And neverseen * joys shaded me I corroded * in the south-wind of men My Distant Mother * Rose Everlasting! On at sea they * awaited me With three-masted * boats fired at me Was it sin for * me too to have a love My Distant Mother * Rose Everlasting One time in July * by her large eyes Opened halfway * inside my heart To illuminate * virgin life one moment My Distant Mother * Rose Everlasting |
Ναοι Στο Σχημα Τ' Ουρανου |
Temples With The Sky's Schema |
---|---|
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά. Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά. Φυγανε και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας χαλίκι μαύρο και βροντές, η οργή των νεκρών και αργά στον άνεμο τρίζοντας εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά φοβερά, των βράχων τ' αγάλματα! |
Temples with the sky's schema and beautiful girls who with grapes between their teeth were apt for us! Birds annihilating the weight on our hearts on high and ample azure that we loved! They're gone they're gone July with its luminous shirt and stony August with its small uneven stairs. Temples with the sky's schema and beautiful girls who with grapes between their teeth were apt for us! Birds annihilating the weight on our hearts on high and ample azure that we loved! Gone gone the Northwester with its pointed sandal and the thoughtless Northeaster wth its slanting red sails. They're gone and deep in the ground clouds formed raising black gravel and thunder, the wrath of the dead and terrible statues of the boulders slowly turned breast forward again, creaking in the wind! |
Χρόνους πολλούς μέτα την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει απο την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι οτι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
—Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο
ξυνόχορτο.
—Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και
Στρατηγών.
—Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών
τους πτωμάτων.
—Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
—Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της
Αναστάσεως.
—Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην
καθαριότητα των ουρανών.
—Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
—Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες το Ερέχθειο των Πουλιών.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. [...] Και θα' ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα 'χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, πού να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γήρει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λότο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς του ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αίωνων!
Many years after Sin which they called Virtue in the churches and which they blessed. The tempest that man's mind shall give birth to sweeping away relics of old stars and cobwebbed corners of the sky. And Creation paying for the works of thd ancient Rulers shall shudder. Turmoil shall fall on Hades, and the planking shall sag under the great pressure of the sun. Which first shall hold back its beams as a sign that it is time for dreams to take revenge. And then it shall speak, and say: exiled Poet say, what do you see in your century?
—I see the nations once arrogant, given over to the wasp and to sorrel.
—I see axes in the air splitting busts of Emperors and Generals.
—I see merchants stooping to collect the profit of their own
corpses.
—I see the sequence of secret meanings.
The tempest of man's mind shall give birth to sweeping away relics of old stars and cobwebbed corners of the sky. But before that, behold, generations shall move the plough upon the barren earth. And secretly the Rulers shall take stock of their human merchandise, declaring wars. And the Policeman and Military Judge shall be satiated. Leaving the gold to the unseen, and they shall collect the wages of insult and torture. And big ships shall hoist their flags, marching songs shall advance along the roads, balconies shall strew flowers on the Victor. Who shall live in the odor of corpses. And near him the mouth of the tomb shall open up the darkness according to his measure, crying exiled Poet, say, what do you see in your century?
—I see the Military Judges burn like candles, on the big Easter table.
—I see the policemen offer their blood, a sacrifice to the purity of
the heavens.
—I see the continual revolution of plants and flowers.
—I see the cannonbearers of Eros.
And Creation paying for the works of the ancient Rulers shall shudder. Turmoil shall fall on Hades, and the planking shall sag under the great pressure of the sun. But before that, behold, the young shall sigh and their blood shall grow old for no reason. Prisoners with shaved heads shall strike their mess-kits on the bars. And all the factories shall empty out, and then they shall fill up again, because of requisitions, to produce dreams conserved in thousands of tim cans, and bottled natures of a thousand different varieties. And pale years shall come and years weak in their bandages. And each shall have a few grams of happiness. And the things in him shall already be beautiful ruins. Then the Poet, having no other exile where he can lament, pouring out the health of the storm from his open chest, shall return to stand amid the beautiful ruins. And the last of men shall speak his first word, that the grass grow tall, and the woman emerge from his side like a sunbeam. And again he shall worship the woman and shall lay her on the grass, according to the order of things. And dreams shall take revenge, and they shall sow generations forever and ever!
Ανοιγω Το Στομα Μου |
I Open My Mouth |
---|---|
Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλιάζει το πέλαγος Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του τις σπηλιές Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει τις νύχτες που κλαιν * των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών Και σεντόνια * στις κοπέλες που αγρυπνούνε Κρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα. |
I open my mouth * and the sea rejoices And it carries my * words to its dark caves And then the sea whispers * the words to little seals Who cry at night * for men's troubles. I incise my veins * and the dreams turn crimson And they become hoops * in kids' neighbourhoods And become seats for girls * who secretly keep watch At night to hear * love's miracles. |
Σε Χωρα Μακρινη |
I'm On My Way Now |
---|---|
Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή και ο ύπνος δεν υπάρχει. Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΕΙ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Σε χώρα μακρινή και αριτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανά κι αλογάκια πέτρινα με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο. Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού, άγιος, άγιος, φωνάζοντας. Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας, αυτός ο Πρίγκηπας των Κρίνων είναι. Κι απο κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης, μια στιγμή ζωγραφιζόμουν. Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο. Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι. Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι' αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά, στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων. Ιδού, ας ακολουθήσουνε τα βήματά μου! Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή και ο ύπνος δεν υπάρχει. Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΕΙ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Αιέν, αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα. |
Now the hand of Death makes a gift of Life and sleep does not exist. The noon bell strikes and slowly on the sun-red stones these letters are carved: NOW and FOREVER and AXION EXTI. I'm on my way not to a far and unwrinkled country. Now cyan girls follow me and little stone horses with the sun's small wheel on their wide foreheads. Generations of myrtle recognize me since I trembled on the water's icon-screen, crying, holy, holy. Conqueror of Hades and savior of Eros, he is the Prince of Lilies. And from those Cretan waftigns, I was painted again for a moment. For the crocus to get justice from the aethers. In whitewash I now enclose the trust of my true Laws. Blessed, I say, the strong who decipher the Immaculate. For their lips the intoxicating nipple, on the volcanoes' breast and the virgins' vine. Let them follow in my steps! I'm on my way now to a far and unwrinkled country. Now the hand of Death makes a gift of Life and sleep does not exist. The noon bell strikes and slowly on the sun-red stones these letters are carved: NOW and FOREVER and AXION EXTI. Forever and ever and now and now the birds sing AXION ESTI the price paid |
Γ. Το Δοξαστικον |
C. The Gloria |
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι και του μαύρου καπνού το κηρύκειο Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος η Τραμουντάνα, η Όστρια ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο ενας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι. ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια. Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο Στο γαρμπή τ' αρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιότροπια Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος η θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη η Κως, η Ίος, η Σίκινος ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ στου πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι ένα παπούτσι ύπνου που ανεβαίνει το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε: ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο Χαίρε με τα ωραία λαλιά η δαμάζοντας το δαίμονα Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή Χαίρε η προφετικιά και δαιδαλική >ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο το δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει ποιός αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το "νυν" και ποιο το "αιέν" του κόσμου: ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική Αιέν αιέν ο λόγος και Τροπίς η αστρική Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία Αιέν η βρώση της Ψυχής και η Πεμπτουσία Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου Νυν Νυν το μηδέν και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας! |
AXION ESTI the light and the first wish of man incised in stone the beast's vitality that guides the sun the plant that warbled and day came to be The land that dives and lifts its back a stone horse the sea rides myriads of little cyan voices the great white head of Poseidon THE LEADING WINDS who officiate who raise the sea like the Mother of God who blow and the oranges light up who whistle to the mountains and they come Beardless novices of the storm runners who covered the miles of sky Hermeses with their pointed sunhats and with the caduceus of black smoke Maistros, Levantes, Garbis Pounentes, Graigos, Sirocco Tramountana, Ostria AXION ESTI the wooden table the blond wine with the mark of the sun water playing along the ceiling the corner's philodendron on duty all day Stone walls and waves hand in hand a foot that gathered wisdom in the sand a cicada that persuaded a thousand others consciousness brilliant like a summer THE ISLANDS with boats orange and black islands with a Zeus's column-drum the islands with their deserted boatyards islands with drinkable blue volcanoes. Luffing jibsails in the summer wind Sailing with a following southwester foaming from one end to another with purple pebbles and heliotropes Siphnos, Amorgos, Alonesos Thasos, Ithaca, Santorini Kos, Ios, Sikinos AXION ESTI Myrto standing on the stone bench facing the sea like a beautiful eight or a water pitcher holding a sunhat in one hand Noon porous noon all white a featherdown of sleep ascending dulled gold within the pylons and the red horse who is escaping AXION ESTI celebrating the momory of Saints Cyricus and Julitta a miracle burning threshing floors in the heavens priests and birds singing the hail: HAIL to thee Burning and hail Verdant Hail Unrepentant with the prow's sword Hail who steppest and the footprints vanish Hail you who wakest and miracles happen Hail to thee Wild in the paradise of depths Hail Saint of the wilderness of islands Hail Mother of Dreams and hail Pelagic Hail Anchorbearer and Star-Quintessence Hail with loosened hair gilding the wind Hail demon-tamer with lovely voice Hail who formest the Missals of Gardens Hail who fittest the belt of the Serpent Hail to thee brilliant sword and modest Hail girl prophetic and daedalic AXION ESTI the soil that raises a smell of thunder as if from sulphur the bottom of the mountain where the dead flourish as flowers of tomorrow [The text is not available in the Google book.] |